16.7.06

Το λουλούδι της κανέλλας ... απόσπασμα

"Η κλειστή πόρτα της οδού Λεβή
Παίρνουμε πρωινό σε μιαν ήσυχη αίθουσα στο υπόγειο του ξενοδοχείου. Στην είσοδό της στέκονται δύο καλογυαλισμένες πανοπλίες ιπποτών σε φυσικό μέγεθος. Περήφανα κρατούν ασημένια ακόντια κι είναι βέβαια άδειες όπως και όλο το εντυπωσιακό κέλυφος του Τολέδου. Ο καφές που σερβίρουμε στον εαυτό μας είναι ζεστός και καλός, τo ίδιο και τα αχνιστά ψωμάκια με τη ζάχαρη στην κορυφή, τα κρουασάν και τα μπισκότα με στρώση σοκολάτας.
Ό Γ. προτιμά πάντα τις πιο απλές τροφές. Τα φρούτα, το γιαούρτι, το σκέτο τσάϊ. Τον ζηλεύω που έχει τόσο υγιεινά γούστα. Αν είναι αλήθεια πώς είμαστε ό,τι τρώμε, εγώ σύντομα θά πρέπει νά γεμίσω αρρώστιες. Όταν ταξιδεύεις, τα πρωινά στα εστιατόρια των ξενοδοχείων είναι γεμάτα χαρούμενη ενεργητικότητα. Τρως δίχως ενοχές το πλούσιο πρόγευμα των Δυτικοευρωπαίων καί σχεδιάζεις τη μέρα σου έχοντας απλώσει στο τραπέζι χάρτες και οδηγούς.
H πρώτη φορά που από μακριά αντικρύσαμε το Τολέδο, ήταν εκείνο τό απριλιάτικο ηλιοβασίλεμα του '89. Όταν τρέχαμε τη δημοσιά απ' τή Σεβίλλη στή Μαδρίτη.

Εβδομήντα περίπου χιλιόμετρα πριν μπούμε στις νοτιοδυτικές γειτονιές της Μαδρίτης κι ο ουρανός αριστερά μας αποτελείωνε την τσακισμένη μέρα και τη σαβάνωνε με μυστήρια βαθύχρωμη πορφύρα.
Κάτω απ' την πορφύρα εκείνης της εκπληκτικής δύσης, ο αγέρωχος βράχος του Τολέδου σηκωνόταν σαν πέτρινο άνθος. Σαν γρανιτένιο πρόπλασμα μυστικής πολιτείας Ιπποτών μέ φόντο το κόκκινο του χυμένου αίματος. Σκιές κάστρων, τρούλων, πύργων και καμπαναριών.
Αν τό κόκκινο της Σεβίλλης είναι από το αίμα του ερωτικού πάθους αναμμένο, το κόκκινο του Τολέδου έχει χυθεί απ' τις άγριες μάχες για τον Θεό. Με τον Θεό ίσως. Έρωτας και θεοφοβία. Οι δυο βίαιοι άνεμοι της Ισπανίας που παραδέρνουν στις παράφορες καρδιές και τις προσανατολίζουν στην ακόρεστη δίψα του θανάτου.
H χρονολογία της ίδρυσης του φεύγει τόσο παλιά που δεν είναι εύκολο να προσδιοριστεί, κι ένας αρχαίος θρύλος διηγείται πως ο Αδάμ υπήρξε ο πρώτος βασιλιάς του. Με το όνομα Τολέτουμ το γνώριζαν ήδη οι Ρωμαίοι και το αναφέρει ακριβώς έτσι ο Τίτος Λίβιος.
Οι Άραβες του επετέθηκαν με μανία, το κατέκτησαν και με πείσμα το κράτησαν δικό τους επί αιώνες. Για τριακόσια περίπου χρόνια υπαγόταν στο Εμψάτο της Κόρδοβα.
Ο Αλφόνσος ΣΤ' το ανακατέλαβε στα 1085 και το έκανε προμαχώνα των Χριστιανών βασιλέων εναντίον των Μαυριτανών.
Το 1485 η Ιερά Εξέταση που κατείχε ακλόνητη την εξουσία στην Ισπανία, άναψε στις πλατείες του Τολέδου τις πρώτες πυρές και αποτέφρωνε τους αιρετικούς.
Για ένα σχετικά σύντομο διάστημα υπήρξε η πρωτεύουσα ολόκληρης της μυστικοπαθους χώρας μέχρι τό 1560 που ο Φίλιππος Β' έστεψε γιά πρωτεύουσα του τη Μαδρίτη.
Και είμαστε πάλι, φέτο, εδώ.
Τέσσερα ακριβώς χρόνια μετά, στην καρδιά του Τολέδου, δίπλα στο ξακουστό Αλκαζάρ. Πίνουμε τις τελευταίες γουλιές του καφέ κι έξω απ' τα παράθυρα, βγαλμένη ολάκερη απ' τα σπλάγχνα του Μεσαίωνα, ανέγγιχτη απ' αυτό που αλλού λέμε «αξιοποίηση» ή «πολιτισμό», ξεδιπλώνεται η σεβάσμια πόλη που δέν επέτρεψε να της ακουμπήσει το πρόσωπο άλλος κανείς εκτός από τον χρόνο και τους ανέμους.
Οι περιστροφικοί στενοί δρόμοι, οι κλειστές καγκελόπορτες των πάτιο, τα ερειπωμένα σπίτια, οι εκκλησιές, τα αυστηρά αρχοντικά, τα μοναστήρια, οι εβραϊκές συναγωγές, τα τζαμιά, μας περιστοιχίζουν και μας τραβούν να βγούμε έξω στο φως της καινούργιας μέρας.
Καθυστερούμε και παρατείνουμε την ίδια την αδημονία μας. Καθυστερούμε με τη νωθρή καλοτυχία εκείνων που έχουν καιρό μπροστά τους, καιρό μπόλικο και εύπλαστο στά δάχτυλα της θέλησης και της τύχης.
Ο φετινός όμως Απρίλης δεν είναι ακόμα ζεστός, δεν είναι κόκκινος. Δεύτερη μέρα σήμερα εδώ και τα χρώματα συνεχίζουν να είναι χρώματα φθινοπωρινά. Γκρίζα, γαλανά, χλωμά. Ο ήλιος παρουσιάζεται και πάλι κρύβεται, κι όταν παρουσιάζεται έχει το αχνό κίτρινο του διαλυμένου κρόκου.
Κι η άνοιξη κρύβεται. Κρυμμένη κάπου στέλνει λίγους ευαγγελισμούς και ισχνά μηνύματα με το ξαφνικό τίναγμα κάποιων χελιδονιών ή με το μακάριο γουργουρητό άφαντων περιστεριών στα κεραμίδια.
Βγαίνουμε έξω και περπατούμε ξανά την χθεσινοβραδινή διαδρομή, όσο γίνεται πιο πιστά μια κι ο λαβύρινθος των στενών δρόμων δεν αστειεύεται.
Είναι πρωί κι έχει κρύο.
Η κίνηση στους δρόμους αρκετή αλλά οι τουρίστες, ευτυχώς για μας, λίγοι. Οι τουρίστες αποχρωματίζουν τους τόπους. Σκορπίζουν γύρω τους μιαν ανώνυμη ρηχότητα, μετεωριζόμενα χνούδια που ξεριζώθηκαν, που έχασαν κάθε συνοχή και ζαλίστηκαν. Οι περισσότεροι μοιάζουν νa αγχώνονται νa φωτογραφίσουν μιa copa αρχίτερα τα πάντα. Θα τα παρατηρήσουν αργότερα, στο σπίτι τους, κοιτώντας τις φωτογραφίες. Σμικρυμένα και επίπεδα κάτω απ' τη ζελατίνη των άλμπουμ.
Σήμερα όμως οι τουρίστες στο Τολέδο είναι λίγοι. Το Καθολικό Πάσχα γιορτάσθηκε μιαν εβδομάδα πιό πριν κι έτσι οι ταξιδιώτες των διακοπών έχουν επιστρέψει στα σπίτια τους και στις δουλειές τους.
Φτάνουμε πάλι στην εκκλησία του Σάντο Τομέ. χτισμένη τον 14ο αιώνα, λίγα βήματα πιό πέρα απ' το σπίτι του Γκρέκο. Η εκκλησία δεν λειτουργεί πια. Υπάρχει για να στεγάζει ένα απ' τα μεγαλύτερα θαύματα της τέχνης στη γη: Την ταφή του Κόμη Όργκάθ. Καλύτερα να σταματήσουμε πρώτα εδώ κι ύστερα να πάμε να δρασκελίσουμε το κατώφλι του σπιτιού του. Καλύτερα να βαφτιστούμε πρώτα στο μυστήριο που φυλάσσει ο Άγιος Θωμάς. Να προγευθούμε εκείνο που ό ίδιος ο ζωγράφος επιτρέπει να φανερωθεί κι ύστερα να διαβούμε το κατώφλι για τον αφανέρωτο χώρο της ιδιωτικής ζωής του.
Οι επισκέπτες μέσα στον Άγιο Θωμά είναι λιγοστοί. Ακίνητοι και άφωνοι.
Αν το καλοσκεφτείς, είναι ελάχιστες οι στιγμές που καταφέρνει κανείς να μένει ακίνητος όταν δεν κοιμάται. Όμως οι επισκέπτες εδώ δεν κινούνται καθόλου. Πιο φανερά ανασαίνουν τα πρόσωπα του πίνακα παρά αυτοί. Όπως στον ύπνο, ξεχνούν τον εαυτό τους, τον εγκαταλείπουν πάνω στο όραμα του απέναντι τοίχου. Τους φεύγει. Σαν σκιές στέκονται μπροστά του.
Μπορείς να προχωρήσεις ελεύθερα, να πλησιάσεις το έργο, να πάρεις την ανάσα που ξαφνικά ζητάει η καρδιά σου, να κάτσεις κοντά του ώρα πολλή.
Για να μαζέψεις τις δυνάμεις της ψυχής και της νόησης, για ν' αποδιώξεις-τον θόρυβο που μάταια φορτώθηκες, για να ξαναρχίσεις. Ν' απλωθείς, να βαθύνεις, να χωρέσεις αυτό που σήμερα το πρωΐ σου αποκαλύπτεται.
Δεν γίνεται να πραγματοποιηθούν τέτοιες φιλοδοξίες που μονομιάς σε πλημμύρισαν. Όσο κι αν αγωνίζεσαι ν' απορροφήσεις αυτό που κοιτάς, απορροφιέσαι εσύ από κείνο. Λίγο λίγο, σταγόνα σταγόνα. Θα δείχνουμε χλωμοί στο τέλος φαντάζομαι.
Απέναντι μας, στον φωτισμένο τοίχο, ο πίνακας του Όργκάθ. Γιγάντιο άνθος που έσκασε, άνοιξε πέταλα καί φανερώνεται η ιδέα ιδιοφυούς νου, ο ανασασμός ψυχής περίπλοκης, κατασταλαγμένης όμως. Κι από παντού, σαν πέπλο, σαν αχλύ, σαν από πηγή φωτός ανεξάρτητη απ' τον ζωγράφο, η ανταύγεια του Πνεύματος του ζωοποιού που κινεί τους ανθρώπους καί τ' αληθινά έργα τους και τα κάνει ν' ανυψώνονται πάνω απ' τα υλικά τους.
Πρόκειται για πίνακα μεγάλου σχήματος. Έχει διαστάσεις, 4,80 μ. επί 3,60 μ. κι ολοκληρώθηκε λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 1586, εποχή ωριμότητας του Θεοτοκόπουλου.
Αναπαριστά τον ενταφιασμό του ήρωα Όργκάθ την ώρα που η πενθούσα συντροφιά των ευγενών Τολεδιάνων βλέπει έκπληκτη να συμβαίνει μπροστά της ένα θαύμα: Εμφανίζονται κατά την ταφή στη γη ό Άγιος Στέφανος κι ό Άγιος Αυγουστίνος επιθυμώντας νά τιμήσουν τον ενάρετο νεκρό. Με στοργή σκύβουν κι ανασηκώνουν το πεσμένο του κορμί ενώ πάνω απ' τα κεφάλια και τις λαμπάδες ανοίγει ο ουρανός.
Άγγελοι κι άγιοι γύρω απ' τον Χριστό Παντοκράτορα παρακολουθούν τη λυτρωμένη ψυχή του Οργκάθ να παίρνει τη θέση της ανάμεσά τους.
Στην ορθόδοξη ανατολική εικονογραφία, η ψυχή παρουσιάζεται σαν βρέφος. Γι' αυτό κι εδώ ένας βιαστικός άγγελος σέρνοντας τήν, σαν σπάθα, μακριά φτερούγα του, με ορμητική κίνηση ανυψώνεται κρατώντας προσεχτικά στην αγκαλιά του την ελευθερωμένη ψυχή σαν νεογέννητο.
Θανάτω θάνατον πατήσας κι η ζωή αποδεικνύει τις αιώνιες δυνατότητες της.
Τούτο το έργο θεολογεί. Μιλάει για τη φύση του ανθρώπου, για τη φύση του θείου και, το σπουδαιότερο, ερμηνεύει τον θάνατο. Τα επίπεδα του βίου, το πέρασμα στον ουρανό, η κλίμαξ, οι πρεσβείες της Θεοτόκου, το πάθος, ο θρήνος, η δόξα.
Σπάνια ένα καλλιτέχνημα διδάσκει τόσο λεπταίσθητα την πίστη του δημιουργού του. Χωρίς κήρυγμα, δίχως απλοϊκές επεξηγήσεις, δίχως κραυγές και δάκρυα, πολύ μακριά από τον εύκολο υπερσυναισθηματισμό της δυτικής θρησκευτικής τέχνης.
Εμφανίζεται σαν ρεαλιστικό απόσπασμα ζωής αληθινής και ατέρμονης όπου ένα μαχαίρι τέμνει τη φλούδα των γεγονότων για να μπορείς να ατενίζεις από κάτω τα ορατά και τα αόρατα να γίνονται ένα. Την κίνηση του αιώνα να καθηλώνεται για ν' ανατείλει η αιωνιότητα. Τα δύσκολα να γίνονται απλά, τ' ακατανόητα κατανοητά, τ' ανέλπιστα να πραγματώνονται μπροστά στα μάτια σου.
Οι θνητοί, οι άγιοι κι οι άγγελοι δεν διαφέρουν στη μορφή. Ο σπόρος του αγίου, ο σπόρος του αγγέλου πρέπει να εμφωλεύουν κάτω απ' τις μαύρες σφιχτές στολές των ευγενών, στις καρδιές των θνητών τούτου του φευγαλέου κόσμου. Όλοι τους, οι κάτω και οι πάνω, είναι άνθη που άνθισαν από το ίδιο σκληρό χώμα κι ανάλογα με το ύψος της ψυχής η σάρκα γίνεται όλο καί πιό διάφανη στο άχτιστο φως που από ψηλά ρέει.
Πάνω από τα επίγεια εμφανίζεται η ουσία του Ουρανού. Σε μάζες από κινούμενα σύννεφα ανθίζει εκτυφλωτική η Δόξα τού Θεού, η Γκλόρια. Ανθίζει ο κόσμος των αγίων, των αγγέλων, των ψυχών και, στην κορυφή, τυλιγμένος σε πάλλευκο ύφασμα, σε πάλλευκο που τόσο δύσκολα ζωγραφίζεται, ο μελαχροινός Χριστός του Θεοτοκόπουλου απλώνει τά χέρια • προς τους πενθούντες, τους κοπιώντες, τους διψώντες για δικαιοσύνη. Όλα τώρα τα αβάσταχτα της ζωής αλαφρώνουν, όλα τα παράλογα βρίσκουν τον λόγο τους, όλα τα παρανοϊκά ισορροπούν.
Η Δόξα του Πνεύματος σώζει τον κόσμο.
«Δίχως την Γκλόρια», γράφει ό Μπαρρές, «Τό έργο τούτο θα ήταν μια Ιωάννα της Λωραίνης χωρίς τις εξ ουρανού φωνές της».
Όχι, ο θάνατος δεν είναι τέλος ζωής, δεν είναι επίφαση ματαιότητας, δεν είναι ύβρις και αφανισμός. Είναι το επιστέγασμα, η απονομή δικαιοσύνης, το κλείσιμο ενός τέλειου κύκλου.
Ο νεκρός κόμης λυγίζει κι ακουμπά μ' εμπιστοσύνη σε χέρια πονετικών άγιων, κάτω απ' το στοργικό βλέμμα συντρόφων. Το πρόσωπό του, άδειο πια από αίμα ζωής, παίρνει τη χλωμάδα που απλώνει το γαλάζιο φώς μιας παγωμένης σελήνης.
Οδηγείται στον τάφο σφιχτοδεμένος την σιδερένια στολή του ιππότη. Πολεμιστής στη ζωή και στον θάνατο. Το επιτάσσει ο ιερός νόμος της Ισπανίας, της Κρήτης πιο πίσω. Το χρέος.
Ούτε λουλούδια, ούτε μώβ πέπλα, ούτε διάκοσμος νεκρικός. Δεν υπάρχουν καν γυναίκες μήπως κι ο ακράτητος θρήνος τους εκτρέψει προς τον συναισθηματισμό εκείνο που το έργο θέλει να περισώσει: Ένα πυκνό, βουβό πάθος. Την φλεγόμενη πνευματικότητα που μονάχα ένα κλειστό αντρικό τάγμα μπορεί να ασκήσει. Το ασκητικό ιδεώδες που πυρπολούσε τον Γκρέκο δεν τον άφησε να γαληνέψει ποτέ σε δόξα και σε πλούτη.
Εδώ η οδύνη είναι τόσο βαθειά που μένει άφωνη. Δεν ξεθυμαίνει, αργά λιώνει τα μάγουλα, τα μέτωπα που έχουν το χρώμα και την ύλη του κεριού.
Ό,τι περισσότερο μαγνητίζει με τη δύναμη του σε τούτο το απέραντο γεγονός είναι ο αμίλητος κύκλος των αρχόντων του Τολέδου, το ύφος με το οποίο αντιμετωπίζουν όσα οριακά συμβαίνουν μπροστά τους.
Είναι ασφαλώς τό ίδιο τό ύφος του ζωγράφου τους, η εσωτερική του στάση, η πνευματική θέση του απέναντι στον θάνατο καα στο μετά τον θάνατο.
Άν είναι έτσι όπως γράφουν οι πατέρες της Εκκλησίας μας, πως η βασιλεία του Θεού «κλέπτεται» από τους εραστές της αιωνιότητας, με τούτη εδώ τη ζωγραφική εκείνος άπλωσε με τόλμη το χέρι στον Παράδεισο.
Ολοκλήρωσε την εσώτατη και πειστικότατη αναφορά του για όσα αντίκρυσε τις στιγμές της έκστασης. Για το ίδιο το μυστικό της ζωής όπως κατόρθωσε με προσευχή και με τέχνη να αποσπάσει.
Μυημένος στα μυστήρια της βυζαντινής αγιογραφίας στην Κρήτη, θα νήστευε πιθανόν και επί μέρες θα προσευχόταν προτού πιάσει το πινέλο στα χέρια του. Γιατί οι ορθόδοξοι αγιογράφοι θεωρούν πως το έργο που τελικά θα δημιουργηθεί στο τελάρο τους, στον τοίχο, στο χαρτί ή στο σανίδι τους είναι έργο θεόσταλτο. Ο εμπνευσμένος καλλιτέχνης στην πραγματικότητα δεν είναι παρά ο δέκτης πνοής θείας, δανείζει το χέρι του για μια δημιουργία που δεν του ανήκει. Γι' αυτόν το λόγο και θα υπογράψει, «χείρ Νικόδημου εποίει» ή «χείρ Θεοφάνους εποίει» ή «χείρ Δομήνικου εποίει» όπως εχάραξε κάτω από ορισμένα έργα του κι εκείνος.
Οι μορφές των ευγενών της πόλης που πενθούν τον νεκρό Οργκάθ είναι μορφές περισυλλογής. Avδύονται μέσα από τον δαντελένιο ισπανικό γιακά σαν από ανοιγμένες καμέλιες. Ατενίζουν με γνώση και επίγνωση. Τα ωραία μακριά τους δάχτυλα σχολιάζουν σεμνά. Η φροντισμένη κομψότητα τους καμιά επίδειξη δεν κρύβει. Από ευπρέπεια και σεβασμό είναι καλοντυμένοι.
Η σοβαρότητα κι η πίστη τους υφαίνουν κλοιό ασφαλείας γύρω απ' το φοβερό μυστήριο και πείθουν ακόμα περισσότερο για την πραγματικότητα του εξωπραγματικού.
Οι ίδιοι αποδέχονται τό θαύμα με συγκρατημένη ανατριχίλα μια κι η αναμονή θαύματος είναι ζυμωμένη με την χριστιανική τους παιδεία. Αναρριγούν αλλά δεν απορούν. Πρόκειται για άντρες εκπαιδευμένους στα όπλα της ζωής, του θανάτου, και του θαύματος που τα συνδέει. Δεν θαυμάζουν υστερικά, δεν διατυμπανίζουν αισθήματα. Παραστέκουν σεμνοί μάρτυρες του συνταρακτικού, φορείς ήθους ακλόνητου αλλά ευφυούς, σταθερού αλλά καί ευλύγιστου. Με αρετή και με τόλμη παραστέκουν. Με αρετή που προσκαλεί το θείο να φανερωθεί και με τόλμη να πιστέψουν εκείνα που είναι απίστευτα για τον μέτριο νου.
Έχουν εντέλει τα πρόσωπα που αξίζουν σε μιαν αξιοπρεπή, καλότυχη πολιτεία: αρχόντων ικανών να εμπνεύσουν αξίες ηθικές στους συμπολίτες τους.
Κι εκεί, στ' αριστερά, ανάμεσα στις ευγενικές κεφαλές, ο μόνος που ξεφεύγει απ' την γενική κίνηση και μας κοιτάζει κατάματα, είναι εκείνος που θεωρείται ως η πιθανότερη αυτοπροσωπογραφία του Γκρέκο.
Μας κοιτάζει πίσω απ' τον χαμένο καιρό. Πάντοτε παρών. Ήδη απόμακρος από τα συμβάντα που ιστορεί, ελευθερωμένος από τον ιστορικό χρόνο, ανέγγιχτος απ' τους τέσσερις αιώνες αυταπάτης, μόχθου, λήθης και ματαιότητας που σαν άμμος θα πέσουν ανάμεσα στο τότε και στο τώρα. Ανάμεσα στην ώρα που με ψιλό πινέλο χρωμάτισε τούτο το δυνατό κρητικό βλέμμα και στην ώρα που σήμερα, Μεγάλη Τετάρτη, ήρθαμε ως εδώ και σταθήκαμε αντίκρυ του.
Φύγαμε.
Βγήκαμε εξω.
Προχωρήσαμε στα δρομάκια της εβραϊκής συνοικίας, ψάξαμε ξανά για την πόρτα του σπιτιού του.
Όμως η θύρα της οδού Σαμουέλ Λεβή ήταν και σήμερα κλειστή. Με ανυπομονησία, με ανομολόγητη ανησυχία, αρχίσαμε να τριγυρνάμε το μεγάλο οίκημα. Με πείσμα ψάχναμε για μιαν ανοιχτή είσοδο, ένα άνοιγμα, ένα παραπόρτι, μια τρύπα. Ο ψηλός μαντρότοιχος μας αντιστεκόταν από παντού. Τίποτα!
Η παχιά Σπανιόλα στη γειτονιά, που όπως όπως ρωτήσαμε, αποκρίθηκε μ' ένα χείμαρρο τραγουδιστών συλλαβών και δεν καταλάβαμε λέξη.
Επιτέλους, ένα κορίτσι στο τουριστικό κατάστημα της γωνίας ξέρει αγγλικά. Μας εξηγεί πως το σπίτι του Γκρέκο είναι κλειστό και θα παραμείνει κλειστό για επισκευή επί δύο ακόμα μήνες. Χθες το πρωΐ ήταν η τελευταία φορά που άνοιξε για τους επισκέπτες.
Πάλι στο σκιερό δρομάκι της οδού Λεβή.
Μπαλώματα ήλιου και βαριάς σκιάς, σκληροί παλιωμένοι τοίχοι. Σιωπή και γαλήνη σαν ειρωνεία βουβή.

Η πόρτα πάντα κλειστή.
Μια μικρή επιγραφή στερεωμένη πάνω απ' την κλειδαριά και που δεν την είχαμε προσέξει, εξηγεί όσα ακριβώς είπε η κοπέλα πριν και ζητάει συγνώμη απ' τους επισκέπτες.
Κάποιος ηλικιωμένος Γάλλος στέκεται πλάι μας κι αφήνει τα χέρια του να πέσουν με απόγνωση. «Τόσα μίλια ταξίδι για να φτάσουμε μπροστά σ' αυτό!...» κάνει..
Στεκόμαστε άφωνοι να κοιτούμε την κλειστή πόρτα. Προσπαθούμε να το καταλάβουμε. Δεν θέλω να το πιστέψω. Τη σπρώχνω μήπως κι είναι λαθεμένες οι πληροφορίες της κοπέλας, μήπως λάθος τα γράψανε στην επιγραφή, μήπως ξεχάσανε να τραβήξουν τον σύρτη από πίσω.
H πόρτα δεν υποχωρεί.


Σημείωση 14 Δεκεμβρίου 2005
Μάρω Βαμβουνάκη

2 σχόλια:

Ο χρήστης Blogger oistros είπε...

@ sourfou Μόνο αν δεις αυτόν τον πίνακα του Γκρέκο θα καταλάβεις πόσο ίστρο αποπνέει.

11:38 π.μ.  
Ο χρήστης Blogger μαριάννα είπε...

Βρέθηκα εδώ από το γκουγκλ αναζητώντας πληροφορίες για το τελευταίο βιβλίο της Μάρω Βαμβουνάκη. Αν είσαι η Οίστρος(γιατί μπερδεύομαι με τα πολλά μπλογκ) χαίρομαι και πρέπει να σου πω ότι σε διαβάζω συχνά. Συμφωνώ με τις απόψεις σου σχεδόν πάντα και χαίρομαι που μια πατριώτισσά μου είναι μία που καλώς νομίζει πως δεν μοιάζει με καμία. Το λουλούδι της κανέλας είναι από τα πολύ αγαπημένα μου βιβλία και θεωρώ ότι και λίγα λέει για τον Θεοτοκόπουλο. Το διάβασα πολύ παλιά, όταν είχε πρωτοβγεί και έβαλα σκοπό της ζωής μου να πάω στο Τολέδο. Η ζωή τα έφερε έτσι που όχι μόνο πήγα αλλά παραλίγο και να μείνω μόνιμα και ακόμα αποτελεί ένα ενδεχόμενο πιθανότατο. Έχω πάει στο Τολέδο πάνω από δέκα φορές. Τελευταία πριν 20 μέρες. Κάθε φορά θυμάμαι τη Μάρω και τις περιγραφές της. Στο σπίτι του Ελ Γκρέκο παθαίνεις και πολύ σωστά το σοκ, του ότι νιώθεις τη σκιά του να τριγυρνά παντού. Οι πίνακες που υπάρχουν εκεί δεν είναι οι καλύτεροι του, αλλά και μόνο να σκέφτεσαι ότι εκεί εμπνεύστηκε όλα τα έργα του, εκεί νηστικός με το κομποσκοίνι του έκανε αυτοκάθαρση ζητώντας δύναμη και νιώθωντας μη ικανός ή άξιος να υπηρετήσει το όραμα, ότι από το παραθυράκι έβλεπε το μπλε ουλτραμαρίν του ουρανού και το μπλε κομπάλτ, που όντως έτεσι είναι όπως το περιγράφει η Μάρω στο βιβλίο. Κάτι παίζει στο Τολέδο με τα σύννεφα και τη διάθλαση των αχτίδων του ήλιου σε σχέση με τα θέση και τα βουνά μπλα μπλα... δεν κατέχω και πολλά από αυτά και δεν μπορώ να το εξηγήσω, αλλά αυτό μου είπε φίλος Ισπανός που με ξεναγούσε. Πάντως η μαγεία βρίσκεται στο εκκλησάκι του Σάντο Τομέ όπου βρίσκεται η τοιχογραφία η ανεπανάληπτη «Η ταφή του Κόμητος Οργκάθ». Κάθε φορά που πηγαίνω κλαίω από έκσταση και από ευτυχία που αξιώνομαι να βλέπω τέτοια έργα.
Και φυσικά υπάρχει ένας θησαυρός έργων του Γκρέκο και όχι μόνο, αλλά δίπλα στον Γκρέκο αδικούνται όλοι οι άλλοι, μέσα στον απίστευτα επιβλητικό καθεδρικό ναό του Τολέδο. Όπου αν κάποιος δεν πάει διαβασμένος ή μιλημένος δεν ξέρει ότι στα δεξιά και στο βάθος υπάρχει Πινακοθήκη με τεράστιας αξίας έργα. Μιχαήλ Άγγελο, Τισιανό, Ρέμπραντ και πολλούς άλλους. να φανταστείς ότι θέλω εδώ και δυο χρόνια να του κάνω ένα αφιέρωμα και δεν τολμώ. Δειλιάζω. Το παθαίνω με ότι λατρεύω... Το ίδιο και με τους Κλωντέλ - Ροντέν. Ενώ έχω ένα τεράστιο αρχείο που θα μπορούσα να τους παρουσιάσω, ασυνείδητα και συνειδητά αναβάλλω.
Όμως ο πίνακας που έχεις επάνω είναι του Νταλί τα τετηγμένα ρολόγια γιατί; Από λάθος; Ή σημαίνει κάτι; Καλό βράδυ και συγχαρητήρια για όσα αναρτάς!

12:18 π.μ.  

Δημοσίευση σχολίου

Εγγραφή σε Σχόλια ανάρτησης [Atom]

<< Αρχική σελίδα