(απόσπασμα από το βιβλίο του Αμπού Αμπνταλάχ Μουχάμαντ Αλ Ναφζάουι "Το Μυρωμένο Λιβάδι Όπου Διασκεδάζουν Οι Αισθήσεις" που γράφτηκε το πρώτο μισό του 15ου αιώνα στην Τυνησία, κατά παραγγελία του σουλτάνου Αμπού Φαρίς.)
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΧΙ:
Oι πονηριές των γυναικώνΜάθε, ω βεζίρη -ο Θεός να σε σπλαχνιστεί- πως οι γυναίκες έχουν απόθεμα από πολλές πονηριές, πως οι απάτες τους είναι εκπληκτικές, πιο πολυμήχανες ακόμα και από εκείνες του Σατανά. Ο Επουράνιος Θεός λέει στο Κοράνι: «Οι απάτες του Σατανά ήταν μεγάλες, των γυναικών όμως αποδείχτηκαν ακόμα πιο αποτελεσματικές, ενώ του Σατανά εξασθένησαν».
Διηγούνται πως ένας άντρας αγαπούσε μια γυναίκα που είχε κορμί τέλειο, καλλονή, κορμοστασιά μεγαλόπρεπη κι αρμονικά μέλη. Της έστειλε πολλές φορές μηνύματα, σκόνταφτε όμως στην άρνησή της να ανταποκριθεί στον ερωτά του. Σπατάλησε μεγάλη περιουσία για να κάνει δώρα σ' αυτή τη γυναίκα, χωρίς να βρει τον δρόμο που οδηγούσε στη καρδιά της. Μια μέρα, επισκέφτηκε μια γερόντισσα πολύ μεγάλης ηλικίας και της άνοιξε τη καρδιά του.
-"Αν είναι θέλημα Θεού", του είπε κείνη, "θα σε κάνω να φτάσεις το σκοπό σου. Δεν το ξέρεις πως ο Θεός μας έκανε πιο ικανές στην απάτη ενώ αποδυνάμωσε τον Σατανά";
Τα λόγια αυτά δώσανε στον άντρα μεγάλη χαρά. Η γερόντισσα πήρε τις πληροφορίες της για το σπίτι που κατοικούσε η ωραία, για να πάει να την επισκεφτεί. Της είπαν πως το σπίτι αυτό το φύλαγε μια σκύλα που δεν επέτρεπε σε κανένα να μπει, φυλακίζοντας ακόμα και το πουλί στον αέρα, εμποδίζοντάς το να κατέβει στο έδαφος. Μόλις το έμαθε αυτό η γερόντισσα ετοίμασε φαγητό από κρέας ζυμωμένο με αλεύρι κι άλλα παρόμοια. Το τύλιξε και το πήρε μαζί της μέχρι που μπήκε στο σπίτι. Τότε μονάχα έβγαλε το φαγητό αυτό. Σαν το είδε η σκύλα, πήδησε από χαρά κι έκανε καλή υποδοχή στην επισκέπτρια. Εκείνη έδωσε το φαγητό. Το ζώο το έφαγε, ενώ η γερόντισσα το χάιδευε στην ράχη λέγοντας:
-"Τι ευχάριστο αντάμωμα, αδερφούλα μου! Τι ωραία έκπληξη, ω εσύ που πήρες τη θέση της κόρης που λαχταρούσα να αποκτήσω! Τι χαρά να σε βλέπω, ω πολυαγαπημένη μου, ω συγγενή μου, ω εσύ που είσαι καλύτερη από τους παράδες"!
Στο μεταξύ, η γυναίκα, η κυρά του σπιτιού, παρακολουθούσε το θέαμα αυτό και το ξάφνιασμα της μεγάλωνε ολοένα. Ρώτησε:
-"Ω γερόντισσα, τι σημαίνουν αυτές οι πράξεις κι οι χειρονομίες σου; Και πρώτα απ' όλα, γιατί είσαι η μόνη που μπόρεσες να μπεις στο σπίτι, ενώ η σκύλα δεν αφήνει κανέναν; Έπειτα, πώς συμβαίνει, αυτό το ζώο που δεν ανέχεται κανέναν, να κάνει χαρές σε σένα; Και τρίτο, γιατί χαιρετάς τη σκύλα ονομάζοντας τη «αδερφούλα μου», «πολυαγαπημένη μου», «συγγενή μου», «καλύτερη από τους παράδες»; Με κάνεις να πιστέψω πως είσαι βλαμένη στο μυαλό! Πως η ανοησία σου έχει ξεπεράσει κάθε όριο"!
-"Δεν είμαι βαρεμένη στο μυαλό, δεν είμαι ανόητη", αποκρίθηκε η γερόντισσα. "Αυτή η ιστορία της σκύλας είναι εκπληκτική, η περίπτωση της παράξενη".
-"Θέλω να μου την διηγηθείς".
-"Ω κόρη μου, μάθε πως η σκύλα είχε ανθρώπινη μορφή σα τη δική σου. 'Αλλαξε όμως, όπως τη βλέπεις, σε ζώο".
-"Ω κυρούλα, γιατί μια τέτοια μεταμόρφωση";
-"Ήταν η μικρή πολυαγαπημένη μου συγγενής, την είχα το πιο ακριβό πλάσμα στη καρδιά μου. Είχε εκθαμβωτική ομορφιά, κορμί τέλειο. Φόρεσε μία μέρα ό,τι μπορούσε να τονίσει την ομορφιά της, έβγαλε ό,τι μπορούσε να την ασχημύνει και ξεκίνησε πάει στον γάμο ενός αγαπητού μας φίλου. Στον δρόμο, τη συνάντησε ένας άντρας, την κοίταξε και μέσα του ρίζωσε μεγάλος έρωτας. Μέρες ολόκληρες προσπάθησε να βρεθεί μόνος μαζί της, εκείνη όμως αρνιόταν και απέφευγε να τον δει. Ο άντρας αυτός σπατάλησε περιουσίες για να καταφέρει να τη συναντήσει, εκείνη όμως τον απέκρουε. Μια μέρα λοιπόν της είπε:
-«Αν εξακολουθήσεις να με αποδιώχνεις, ω πολυαγαπημένη, θα παρακαλέσω τον Θεό να σε μεταμορφώσει σε σκύλα».
-«Παρακάλεσε τον Θεό ό,τι θέλεις», αποκρίθηκε κείνη. Κι αυτός παρακάλεσε τον Θεό κι η κοπέλα έγινε αυτό που βλέπεις τώρα".
-"Κι εγώ, τι θ' απογίνω, ω κυρούλα;" ρώτησε η ωραία.
"Ένας άντρας έχει χάσει τα λογικά του μαζί μου, πάει καιρός τώρα που μου στέλνει μηνύματα που θέλει να σμίξει μαζί μου, που λαχταρά την επαφή, ξοδεύοντας ποσά για να φτάσει στο σκοπό του. Κι εγώ αρνιέμαι να του δώσω τη συγκατάθεση μου. Φοβάμαι τώρα μήπως παρακαλέσει τον Θεό για μένα, όπως έγινε με τη σκύλα"!
-"Φυλάξου από τον κίνδυνο, πριν έχεις κι εσύ την ίδια μοίρα", τη συμβούλεψε η γερόντισσα.
-"Ω κυρούλα, τι μέσο να χρησιμοποιήσω για να καταπραΰνω τη λαχτάρα του, να θεραπεύσω το πάθος του; Ποιον θα μπορούσα να στείλω να του πάει το μήνυμα μου";
-"Γι' αυτή τη καλή πράξη, προσφέρομαι να γίνω εγώ μεσολαβητής", δήλωσε η γερόντισσα. "Έτσι τώρα, στα στερνά μου θα κερδίσω τη χάρη και την ανταμοιβή. Δέχομαι να σε γλιτώσω από αυτή τη κινούμενη άμμο που είσαι χωμένη".
-"Ω κυρούλα, αν είναι αυτό γραμμένο να συμβεί, ας γίνει η συνάντηση στο σπίτι σου και με τη δική σου μεσολάβηση".
-"Ναι, αν είναι θέλημα Θεού".
Η γερόντισσα έτρεξε στον άντρα να του αναγγείλει την καλή είδηση. Κατόπιν κανόνισε τη συνάντηση για την άλλη μέρα στο σπίτι της κι ειδοποίησε την ωραία που έκανε χαρά μεγάλη. Έτσι λοιπόν, τη καθορισμένη ώρα, ντύθηκε με τα πιο πλουμιστά φορέματα που είχε και στολίστηκε, πήγε στο σπίτι της γερόντισσας και κάθισε να περιμένει τον ερχομό του άντρα. Επειδή όμως εκείνος δεν παρουσιαζόταν, η γερόντισσα έφυγε σε αναζήτηση του. Δεν τον βρήκε όμως. Έτσι κύλησε η μέρα κι έφτασε το ηλιόγεμα.
«Η κατάληξη της υπόθεσης βρίσκεται στα χέρια του Θεού. Εδώ που τα λέμε δε το πολυπίστευα πως θα είχε επιτυχία το σχέδιο. Να που τώρα όμως η καρδιά της επισκέπτριάς μου είναι δοσμένη στην συνουσία, η λαχτάρα φούντωσε ανάμεσα στα μεριά της και το ζεστό της μέρος κάνει συσπάσεις, πρέπει να βρω έναν άντρα, να σβήσει την δίψα της. Όσο για τον άλλο, που όφειλε να έρθει στη συνάντηση, αύριο, αν είναι θέλημα Θεού, θα τον κανονίσω», μονολόγησε η γερόντισσα. Κοίταξε δεξιά-ζερβά και να που το βλέμμα της έπεσε σ' ένα νιο. Δεν είχε ξαναδεί άλλο πιο τέλειον από αυτόν.
-"Ω παλικάρι", του είπε, "αν συναντούσες τώρα αμέσως μια γυναίκα με νιάτα, κορμί τέλειο, ομορφιά, λάμψη, με πράμα τροφαντό και λευκό, τι λες, θα ήθελες να τη συνουσιάσεις";
-"Αν η περιγραφή σου ανταποκρίνεται στην αλήθεια, θα πάρεις ένα χρυσό φλουρί". Της έδειξε το χρυσό φλουρί και τη πήρε στο κατόπι. Η γερόντισσα δε γνώριζε βέβαια ποιος ήταν. Μπήκε στο σπίτι, ειδοποίησε την ωραία και συδαύλισε την επιθυμία της με τα παρακάτω λόγια:
-"Σου έφερα ένα νιο με ωραία θωριά που θα χώσει το όργανό του στο ζεστό σου μέρος τώρα, αυτή τη στιγμή και θα σβήσει τη δίψα σου".
Αφού σκάλισε έτσι τη φλόγα της επιθυμίας, βγήκε έξω και κάλεσε το παλικάρι να μπει στο δωμάτιο. Πριν τον συναντήσει η ωραία, έβαλε το μάτι στη χαραμάδα της πόρτας και να που είχε μπροστά της τον
σύζυγο της αυτοπροσώπως. Μπήκε με φούρια, στο δωμάτιο και του έδωσε μια γροθιά στο στήθος.
-"Ω εχθρέ του Θεού", φώναξε, "μου λες πάντα: «Εγώ δε μοιχεύομαι, απεχθάνομαι την απιστία, δε γνωρίζω άλλη γυναίκα από σένα.» Με ψεύτικους όρκους βεβαιώνεις τα λόγια σου κι εγώ καραδοκούσα την ευκαιρία να σου στήσω μια τέτοια παγίδα. Να που τώρα σε πιάνω στα πράσα, έχω απόδειξη για τα ψέματα μου αράδιαζες".
Ο άντρας πίστεψε τα λόγια της. Έκανε να φύγει κι η γυναίκα βγήκε μαζί του από το σπίτι. Κοίτα, ω αναγνώστη, αδερφέ, με πόση επιδεξιότητα εξαπατούν οι γυναίκες!