29.6.06

Σ' αγαπάω μ' ακούς; Οδυσσέας Ελύτης

Σ' αγαπάω, μ' ακούς;
Κλαίω, πως αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι
κλαίω για τα χρόνια που έρχονται χωρίς εμάς
και τραγουδάω για τα αλλά που πέρασαν, εάν είναι αλήθεια.
Για τα "πίστεψέ με" και τα "μη."
Μια στον αέρα μια στη μουσική,
εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδάω
κλαίω για το σώμα πού άγγιξα και είδα τον κόσμο.
Έτσι μιλώ για 'σένα και για 'μένα.
Επειδή σ' αγαπάω και στην αγάπη
ξέρω να μπαίνω σαν πανσέληνος
από παντού, για 'σένα
μέσα στα σεντόνια, να μαδάω λουλούδια κι έχω τη δύναμη.
Αποκοιμισμένο, να φυσάω να σε πηγαίνω παντού,
σ' έχουν ακούσει τα κύματα πως χαϊδεύεις,
πως φιλάς, πως λες ψιθυριστά το "τι" και το "ε."
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά.
Πάντα εσύ τ' αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτάδι,
πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει.
Το κλειστό παντζούρι εσύ, ο αέρας πού το ανοίγει εγώ.
Επειδή σ' αγαπάω και σ' αγαπάω.
Πάντα εσύ το νόμισμα και εγώ η λατρεία που το εξαργυρώνει
τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο.
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή που πια
δεν έχω τίποτε άλλο μες στους τέσσερις τοίχους,
το ταβάνι, το πάτωμα να φωνάζω από 'σένα
και να με χτυπά η φωνή μου
να μυρίζω από 'σένα και ν' αγριεύουν οι άνθρωποι.
Επειδή το αδοκίμαστο και το απ' αλλού φερμένο
δεν τ' αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ακούς;
Είναι νωρίς ακόμη μέσα στον κόσμο αυτόν αγάπη μου
να μιλώ για 'σένα και για μένα.
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ' ακούς;
Είμ' εγώ, μ' ακούς; Σ' αγαπάω, μ' ακούς;
Πού μ' αφήνεις, που πας, μ' ακούς;
Θα 'ρθει μέρα, μ' ακούς; για μας, μ' ακούς;
Πουθενά δεν πάω, μ' ακούς;
Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ' ακούς;
το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και μ' ακούς;
Της αγάπης μια για πάντα το κόψαμε
και δεν γίνεται ν' ανθίσει αλλιώς, μ' ακούς;
Σ' άλλη γη, σ’ άλλο αστέρι, μ' ακούς;
δεν υπάρχει το χώμα δεν υπάρχει ο αέρας που αγγίξαμε,
ο ίδιος, μ' ακούς;
και κανείς δεν κατάφερε από τόσον χειμώνα
κι από τόσους βοριάδες, μ' ακούς;
Νά τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ' ακούς;
Μες στη μέση της θάλασσας
από το μόνο θέλημα της αγάπης, μ 'ακούς.
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ' ακούς.
Άκου, ποιος μιλάει στα νερά και ποιος κλαίει, ακούς;
Είμαι εγώ που φωνάζω κι είμαι εγώ που κλαίω, μ' ακούς;
Σ' αγαπάω, σ’ αγαπάω, μ' ακούς;
Για 'σένα έχω μιλήσει σε καιρούς παλιούς
και γιατί, λέει, να μέλει κοντά σου να 'ρθω.
Που δεν θέλω αγάπη αλλά θέλω τον αέρα που αναπνέεις
και για 'σένα κανείς δεν είχε ακούσει.
Μόνη να περιμένω που θα πρωτοφανείς
σαν από μια εικόνα καταστραμμένη.
Που κανείς να μην έχει δει για σένα για 'σένα μόνο εγώ,
μπορεί, και η μουσική που διώχνω μέσα μου
αλλά αυτή γυρίζει δυνατότερη για 'σένα,
όλα για 'σένα, για 'σένα σαν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή.
Που βρίσκει μες στο σώμα και που τρυπάει τη θύμηση
έτσι σ' έχω κοιτάξει που μου αρκεί.
Να' χει ο χρόνος όλος αθωωθεί μες σε αυτά που το πέρασμα σου αφήνει.
Νίκη, νίκη όπου έχω νικηθεί πριν από εσένα και μαζί σου.
Πήγαινε, και ας έχω εγώ χαθεί ένα κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μέσα μια φωνή κι έναν καθρέφτη να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ.
Να σε βλέπω μισό να περνάς από μπροστά μου
και μισή να κλαίω για αυτό που χάνω, σ' αγαπάω... Μ' ακούς;

Σ' αγαπώ, σ' αγαπώ, μ' ακούς.

Οδυσσέας Ελύτης

Ο ... διάβολος στο κορμί της. Και στο μυαλό της?

(απόσπασμα από το βιβλίο του Αμπού Αμπνταλάχ Μουχάμαντ Αλ Ναφζάουι "Το Μυρωμένο Λιβάδι Όπου Διασκεδάζουν Οι Αισθήσεις" που γράφτηκε το πρώτο μισό του 15ου αιώνα στην Τυνησία, κατά παραγγελία του σουλτάνου Αμπού Φαρίς.)

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΧΙ: Oι πονηριές των γυναικών

Μάθε, ω βεζίρη -ο Θεός να σε σπλαχνιστεί- πως οι γυναίκες έχουν απόθεμα από πολλές πονηριές, πως οι απάτες τους είναι εκπληκτικές, πιο πολυμήχανες ακόμα και από εκείνες του Σατανά. Ο Επουράνιος Θεός λέει στο Κοράνι: «Οι απάτες του Σατανά ήταν μεγάλες, των γυναικών όμως αποδείχτηκαν ακόμα πιο αποτελεσματικές, ενώ του Σατανά εξασθένησαν».
Διηγούνται πως ένας άντρας αγαπούσε μια γυναίκα που είχε κορμί τέλειο, καλλονή, κορμοστασιά μεγαλόπρεπη κι αρμονικά μέλη. Της έστειλε πολλές φορές μηνύματα, σκόνταφτε όμως στην άρνησή της να ανταποκριθεί στον ερωτά του. Σπατάλησε μεγάλη περιουσία για να κάνει δώρα σ' αυτή τη γυναίκα, χωρίς να βρει τον δρόμο που οδηγούσε στη καρδιά της. Μια μέρα, επισκέφτηκε μια γερόντισσα πολύ μεγάλης ηλικίας και της άνοιξε τη καρδιά του.
-"Αν είναι θέλημα Θεού", του είπε κείνη, "θα σε κάνω να φτάσεις το σκοπό σου. Δεν το ξέρεις πως ο Θεός μας έκανε πιο ικανές στην απάτη ενώ αποδυνάμωσε τον Σατανά";
Τα λόγια αυτά δώσανε στον άντρα μεγάλη χαρά. Η γερόντισσα πήρε τις πληροφορίες της για το σπίτι που κατοικούσε η ωραία, για να πάει να την επισκεφτεί. Της είπαν πως το σπίτι αυτό το φύλαγε μια σκύλα που δεν επέτρεπε σε κανένα να μπει, φυλακίζοντας ακόμα και το πουλί στον αέρα, εμποδίζοντάς το να κατέβει στο έδαφος. Μόλις το έμαθε αυτό η γερόντισσα ετοίμασε φαγητό από κρέας ζυμωμένο με αλεύρι κι άλλα παρόμοια. Το τύλιξε και το πήρε μαζί της μέχρι που μπήκε στο σπίτι. Τότε μονάχα έβγαλε το φαγητό αυτό. Σαν το είδε η σκύλα, πήδησε από χαρά κι έκανε καλή υποδοχή στην επισκέπτρια. Εκείνη έδωσε το φαγητό. Το ζώο το έφαγε, ενώ η γερόντισσα το χάιδευε στην ράχη λέγοντας:
-"Τι ευχάριστο αντάμωμα, αδερφούλα μου! Τι ωραία έκπληξη, ω εσύ που πήρες τη θέση της κόρης που λαχταρούσα να αποκτήσω! Τι χαρά να σε βλέπω, ω πολυαγαπημένη μου, ω συγγενή μου, ω εσύ που είσαι καλύτερη από τους παράδες"!
Στο μεταξύ, η γυναίκα, η κυρά του σπιτιού, παρακολουθούσε το θέαμα αυτό και το ξάφνιασμα της μεγάλωνε ολοένα. Ρώτησε:
-"Ω γερόντισσα, τι σημαίνουν αυτές οι πράξεις κι οι χειρονομίες σου; Και πρώτα απ' όλα, γιατί είσαι η μόνη που μπόρεσες να μπεις στο σπίτι, ενώ η σκύλα δεν αφήνει κανέναν; Έπειτα, πώς συμβαίνει, αυτό το ζώο που δεν ανέχεται κανέναν, να κάνει χαρές σε σένα; Και τρίτο, γιατί χαιρετάς τη σκύλα ονομάζοντας τη «αδερφούλα μου», «πολυαγαπημένη μου», «συγγενή μου», «καλύτερη από τους παράδες»; Με κάνεις να πιστέψω πως είσαι βλαμένη στο μυαλό! Πως η ανοησία σου έχει ξεπεράσει κάθε όριο"!
-"Δεν είμαι βαρεμένη στο μυαλό, δεν είμαι ανόητη", αποκρίθηκε η γερόντισσα. "Αυτή η ιστορία της σκύλας είναι εκπληκτική, η περίπτωση της παράξενη".
-"Θέλω να μου την διηγηθείς".
-"Ω κόρη μου, μάθε πως η σκύλα είχε ανθρώπινη μορφή σα τη δική σου. 'Αλλαξε όμως, όπως τη βλέπεις, σε ζώο".
-"Ω κυρούλα, γιατί μια τέτοια μεταμόρφωση";
-"Ήταν η μικρή πολυαγαπημένη μου συγγενής, την είχα το πιο ακριβό πλάσμα στη καρδιά μου. Είχε εκθαμβωτική ομορφιά, κορμί τέλειο. Φόρεσε μία μέρα ό,τι μπορούσε να τονίσει την ομορφιά της, έβγαλε ό,τι μπορούσε να την ασχημύνει και ξεκίνησε πάει στον γάμο ενός αγαπητού μας φίλου. Στον δρόμο, τη συνάντησε ένας άντρας, την κοίταξε και μέσα του ρίζωσε μεγάλος έρωτας. Μέρες ολόκληρες προσπάθησε να βρεθεί μόνος μαζί της, εκείνη όμως αρνιόταν και απέφευγε να τον δει. Ο άντρας αυτός σπατάλησε περιουσίες για να καταφέρει να τη συναντήσει, εκείνη όμως τον απέκρουε. Μια μέρα λοιπόν της είπε:
-«Αν εξακολουθήσεις να με αποδιώχνεις, ω πολυαγαπημένη, θα παρακαλέσω τον Θεό να σε μεταμορφώσει σε σκύλα».
-«Παρακάλεσε τον Θεό ό,τι θέλεις», αποκρίθηκε κείνη. Κι αυτός παρακάλεσε τον Θεό κι η κοπέλα έγινε αυτό που βλέπεις τώρα".
-"Κι εγώ, τι θ' απογίνω, ω κυρούλα;" ρώτησε η ωραία.
"Ένας άντρας έχει χάσει τα λογικά του μαζί μου, πάει καιρός τώρα που μου στέλνει μηνύματα που θέλει να σμίξει μαζί μου, που λαχταρά την επαφή, ξοδεύοντας ποσά για να φτάσει στο σκοπό του. Κι εγώ αρνιέμαι να του δώσω τη συγκατάθεση μου. Φοβάμαι τώρα μήπως παρακαλέσει τον Θεό για μένα, όπως έγινε με τη σκύλα"!
-"Φυλάξου από τον κίνδυνο, πριν έχεις κι εσύ την ίδια μοίρα", τη συμβούλεψε η γερόντισσα.
-"Ω κυρούλα, τι μέσο να χρησιμοποιήσω για να καταπραΰνω τη λαχτάρα του, να θεραπεύσω το πάθος του; Ποιον θα μπορούσα να στείλω να του πάει το μήνυμα μου";
-"Γι' αυτή τη καλή πράξη, προσφέρομαι να γίνω εγώ μεσολαβητής", δήλωσε η γερόντισσα. "Έτσι τώρα, στα στερνά μου θα κερδίσω τη χάρη και την ανταμοιβή. Δέχομαι να σε γλιτώσω από αυτή τη κινούμενη άμμο που είσαι χωμένη".
-"Ω κυρούλα, αν είναι αυτό γραμμένο να συμβεί, ας γίνει η συνάντηση στο σπίτι σου και με τη δική σου μεσολάβηση".
-"Ναι, αν είναι θέλημα Θεού".
Η γερόντισσα έτρεξε στον άντρα να του αναγγείλει την καλή είδηση. Κατόπιν κανόνισε τη συνάντηση για την άλλη μέρα στο σπίτι της κι ειδοποίησε την ωραία που έκανε χαρά μεγάλη. Έτσι λοιπόν, τη καθορισμένη ώρα, ντύθηκε με τα πιο πλουμιστά φορέματα που είχε και στολίστηκε, πήγε στο σπίτι της γερόντισσας και κάθισε να περιμένει τον ερχομό του άντρα. Επειδή όμως εκείνος δεν παρουσιαζόταν, η γερόντισσα έφυγε σε αναζήτηση του. Δεν τον βρήκε όμως. Έτσι κύλησε η μέρα κι έφτασε το ηλιόγεμα.
«Η κατάληξη της υπόθεσης βρίσκεται στα χέρια του Θεού. Εδώ που τα λέμε δε το πολυπίστευα πως θα είχε επιτυχία το σχέδιο. Να που τώρα όμως η καρδιά της επισκέπτριάς μου είναι δοσμένη στην συνουσία, η λαχτάρα φούντωσε ανάμεσα στα μεριά της και το ζεστό της μέρος κάνει συσπάσεις, πρέπει να βρω έναν άντρα, να σβήσει την δίψα της. Όσο για τον άλλο, που όφειλε να έρθει στη συνάντηση, αύριο, αν είναι θέλημα Θεού, θα τον κανονίσω», μονολόγησε η γερόντισσα. Κοίταξε δεξιά-ζερβά και να που το βλέμμα της έπεσε σ' ένα νιο. Δεν είχε ξαναδεί άλλο πιο τέλειον από αυτόν.
-"Ω παλικάρι", του είπε, "αν συναντούσες τώρα αμέσως μια γυναίκα με νιάτα, κορμί τέλειο, ομορφιά, λάμψη, με πράμα τροφαντό και λευκό, τι λες, θα ήθελες να τη συνουσιάσεις";
-"Αν η περιγραφή σου ανταποκρίνεται στην αλήθεια, θα πάρεις ένα χρυσό φλουρί". Της έδειξε το χρυσό φλουρί και τη πήρε στο κατόπι. Η γερόντισσα δε γνώριζε βέβαια ποιος ήταν. Μπήκε στο σπίτι, ειδοποίησε την ωραία και συδαύλισε την επιθυμία της με τα παρακάτω λόγια:
-"Σου έφερα ένα νιο με ωραία θωριά που θα χώσει το όργανό του στο ζεστό σου μέρος τώρα, αυτή τη στιγμή και θα σβήσει τη δίψα σου".
Αφού σκάλισε έτσι τη φλόγα της επιθυμίας, βγήκε έξω και κάλεσε το παλικάρι να μπει στο δωμάτιο. Πριν τον συναντήσει η ωραία, έβαλε το μάτι στη χαραμάδα της πόρτας και να που είχε μπροστά της τον σύζυγο της αυτοπροσώπως. Μπήκε με φούρια, στο δωμάτιο και του έδωσε μια γροθιά στο στήθος.
-"Ω εχθρέ του Θεού", φώναξε, "μου λες πάντα: «Εγώ δε μοιχεύομαι, απεχθάνομαι την απιστία, δε γνωρίζω άλλη γυναίκα από σένα.» Με ψεύτικους όρκους βεβαιώνεις τα λόγια σου κι εγώ καραδοκούσα την ευκαιρία να σου στήσω μια τέτοια παγίδα. Να που τώρα σε πιάνω στα πράσα, έχω απόδειξη για τα ψέματα μου αράδιαζες".
Ο άντρας πίστεψε τα λόγια της. Έκανε να φύγει κι η γυναίκα βγήκε μαζί του από το σπίτι. Κοίτα, ω αναγνώστη, αδερφέ, με πόση επιδεξιότητα εξαπατούν οι γυναίκες!

2.6.06

Η ασχήμια της αλήθειας

Ένας άνθρωπος όλη του τη ζωή έψαχνε την Αλήθεια και δεν μπορούσε να τη βρει. Πέρασε απ' όλες χώρες του κόσμου, ήταν και στις χώρες του βορρά και στις χώρες του νότου και της δύσης χωρίς αποτέλεσμα..
Μια φορά όταν βρισκόταν σε μια μικρή χώρα της ανατολής ένιωσε κουρασμένος και απελπισμένος και κάθισε κοντά στην είσοδο μιας σπηλιάς. Ξαφνικά από το εσωτερικό της σπηλιάς ακούστηκε θόρυβος, κάτι σαν γρύλισμα. Ο άνθρωπος σηκώθηκε και πλησίασε την είσοδο με ξίφος στο χέρι. Ξεχώρισε μια σκοτεινή μορφή που του φάνηκε ότι ανήκε στη γυναίκα. Μπήκε στη σπηλιά που βασίλευε φοβερή δυσοσμία. Όταν τα μάτια του συνήθισαν στο σκοτάδι είδε πράγματι μια γυναίκα, γριά και αποκρουστική, ρυτιδιασμένη, τριχωτή και βρωμερή..
Εκείνη σήκωσε προς το μέρος του τα θολά μάτια της και τον ρώτησε, τι θέλει.
- Αναζητώ την Αλήθεια, απάντησε εκείνος.
- Τη βρήκες, του είπε η γριά.
- Εσύ είσαι η Αλήθεια;
- Ναι.
- Πώς μπορώ να είμαι σίγουρος;
Εκείνη του έδωσε αποδείξεις: ήξερε τα πάντα για αυτόν, το όνομά του, την ηλικία του, τις περιπέτειές του. Ο άνθρωπος ήταν αποσβολωμένος και απογοητευμένος, ρώτησε με αμηχανία:
- Είσαι τόσο άσχημη, ποτέ δεν συνάντησα τίποτα πιο τρομερό από 'σένα. Όμως όλοι θέλουν να σε γνωρίσουν! Θα με ρωτήσουν! Πρέπει να τους πω κάτι! Τι να τους πω;
- Πες τους ψέματα, είπε η Αλήθεια, πες τους ότι είμαι νέα και ωραία και όλοι θα σε πιστέψουν.

Ερωτική Σιμόν Ντε Μπωβουάρ

Το θυμήθηκα απόψε .. ένα όμορφο κεφάλαιο από τις επιστολές της Σιμόν Ντε Μπωβουάρ στον Νέλσον Όλγκριν. Η Μπωβουάρ είναι μήνες μακριά του στο Παρίσι (αυτός στην Αμερική) και τον εκλιπαρεί να την αφήσει να γυρίσει πλάι του. Εκείνος μετά από μήνες σιωπής … δείχνει κατανόηση. Της λέει ξανά ότι την λατρεύει. Κι η Μπωβουάρ –μία ερωτευμένη γυναίκα που είχε βυθιστεί στα τάρταρα το προηγούμενο διάστημα εξ’ αιτίας του- επιτέλους … ακτινοβολεί πάλι. Και του γράφει:
«Αγάπη μου .. μου είχες πει κάποτε ότι μ’ αγαπάς επειδή με κάνεις ευτυχισμένη (ίσως να μην το θυμάσαι, λες τόσα πολλά ανόητα πράγματα) λοιπόν αυτή την στιγμή θα πρέπει να μ’ αγαπάς πολύ, γιατί μ’ έκανες ακόμη πιο ευτυχισμένη. Υπερκέρασες ακόμη και το πόσο δυστυχισμένο έκανα τον εαυτό μου εξ’ αιτίας σου.
Σ’ ευχαριστώ, είναι τόσο γλυκό να σ’ αγαπάει κανείς, σήκωσες ένα βάρος από την καρδιά μου και τώρα αρχίζω πάλι να ταξιδεύω προς το μέρος σου αργά αλλά σταθερά. Η σκέψη να νοικιάσουμε ένα εξοχικό σπίτι μ’ αρέσει πάρα πολύ. Θα είμαι τόσο ευγενική και καλή, θα δεις, θα σφουγγαρίζω το πάτωμα, θα σου μαγειρεύω όλα τα γεύματα, θα γράφω το βιβλίο σου μαζί με το δικό μου, θα σου κάνω έρωτα δέκα φορές κάθε νύχτα κι άλλες τόσες κάθε μέρα, ακόμη κι αν αισθάνομαι λίγο κουρασμένη. Αγάπη μου.. είμαι σίγουρη ότι ποτέ δεν έκανες κάποιον τόσο ευτυχισμένο όσο έκανες εμένα.
Μπορείς να είσαι περήφανος. Φαίνεσαι πια τόσο κοντά, αν γυρίσω το κεφάλι μου θα σε δω αναπαυτικά ξαπλωμένο στο κρεβάτι μου, μισοκοιμισμένο και ζεστό, μου φαίνεται ότι μπορώ όποτε θέλω, να πάω να ξαπλώσω δίπλα σ’ αυτό το ζεστό και δυνατό σώμα. Το λαχταρώ.
Αγαπημένε μου, που είναι τόσο γλυκό να σ’ αγαπώ».